- ράπα
- (I)Α(κατά τον Ησύχ.) «τὴν καλάμην καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ αὐλοῡντας ῥαπαύλους».[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. τής λ. ῥάπυς(βλ. και λ. ράφανος)].————————(II)η, Ντο φυτό ρέβα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rapa (βλ. και λ. ράφανος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραπαύλης — και ῥαππαύλας και ῥαπαταύλης και ῥαπταύλης, ὁ, ΜΑ ο αυλητής, αυτός που παίζει με καλάμι από ράπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπα + αὐλός (πρβλ. καλαμ αύλης), Ο τ. ῥαπαταύλης < ῥαπατήν, διαφορετική ανάγνωση τής λ. ῥάπα στο χωρίο τού Ησύχ. (βλ. ῥάπα), ενώ… … Dictionary of Greek
τεύτλα — Ποώδη φυτά της οικογένειας των χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Υπάρχουν 3 διαφορετικές ποικιλίες με διαφορετική χρησιμότητα η καθεμιά: ζαχαρότευτλα, κτηνοτροφικά τ. και τ. που χρησιμοποιούνται για διατροφή των ανθρώπων ή κηπευτικά τεύτλα (παντζάρια … Dictionary of Greek
ράπαλος — ὁ, Μ 1. ράφανος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ αὐλῶν εἰς τὴν ῥάπα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ῥάφανος* (πρβλ. ῥάπυς). Ο τ. με τη σημ. «αυλητής» αποτελεί διαφορετική ανάγνωση τής λ. ῥαπαύλους στο χωρίο τού Ησύχ. (βλ. ῥάπα)] … Dictionary of Greek
ράπαυλος — ὁ, Α ο ῥαπαύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπα + αὐλός, πρβλ. δί αυλος (πρβλ. και το χωρίο τού Ησύχ. στη λ. ῥάπα)] … Dictionary of Greek
Τουμπουάι, Νησιά ή (Iles Tubuai) — Αρχιπέλαγος (164 τ. χλμ.) του νοτιοκεντρικού Ειρηνικού ωκεανού. Αποτελεί τμήμα της Γαλλικής Πολυνησίας και αποτελείται από 4 κύρια νησιά, επάνω στον Τροπικό του Αιγόκερω, τα: Τουμπουάι (1.400 κάτ.), Ριματάρα (700 κάτ.), Ρουρούτου και Ραϊβαβάε,… … Dictionary of Greek
καυλοράπα — η ονομασία τού γογγυλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + ράπα (εδώδιμη ρίζα)] … Dictionary of Greek
λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… … Dictionary of Greek
ρόκα — I Εργαλείο, συνήθως ξύλινο, με το οποίο κλώθονται μαλλιά, βαμβάκι και λινάρι. Είναι ραβδί ενός μέτρου περίπου, διχαλωτό στη μια άκρη σε σχήμα Ψ. Στην άκρη αυτή μπαίνει η τουλούπα του υλικού που είναι για κλώσιμο. Η άλλη άκρη στερεώνεται στη μέση … Dictionary of Greek
σέσκουλο — Λέγεται και σέσκλο (βέτα η κοινή). Φυτό (ποικιλία ράπα, μορφή σίκλα) της οικογένειας των Χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι λαχανικό πολύ διαδομένο μοιάζει πολύ με το φυτό του τεύτλου, αλλά έχει φύλλα εδώδιμα, πολύ πλατιά, με μεσαία νεύρωση… … Dictionary of Greek
βρασική — (brassica). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι φυτά της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Διαθέτουν μεγάλα κίτρινα ή ασπριδερά άνθη, με τέσσερα πέταλα τοποθετημένα σταυρωτά. Τα φύλλα… … Dictionary of Greek